- φοινικόκροκος
- φοινῑκό-κροκος, ον, ([etym.] κρόκη)A of purple woof,
ζώνα Pi.O.6.39
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζώνα Pi.O.6.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικόκροκος — ον, Α υφασμένος με κόκκινο νήμα («φοινικόκροκον ζώναν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κροκός (< κροκή [Ι] «υφάδι, κλωστή, νήμα»), πρβλ. λινό κροκος] … Dictionary of Greek
φοινικόκροκον — φοινῑκόκροκον , φοινικόκροκος of purple woof masc/fem acc sg φοινῑκόκροκον , φοινικόκροκος of purple woof neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθόκροκος — ἀνθόκροκος, ον (Α) ο υφασμένος με διάφορα σχέδια λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + κροκος < κρέκω «υφαίνω» (πρβλ. λινόκροκος, μελάγκροκος, φοινικόκροκος)] … Dictionary of Greek
κρόκη — (I) η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες) το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.) αρχ. 1. (γενικά) κλωστή, νήμα 2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες… … Dictionary of Greek